θνησιγενής

θνησιγενής
-ές
1. αυτός που πεθαίνει αμέσως μόλις γεννηθεί ή που γεννιέται σχεδόν νεκρός
2. θνησιγέννητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θνήσις + -γενής < γένος (πρβλ. θεα-γενής, λιμνα-γενής, μετα-γενής κ.ά.). Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Κων νο Ασώπιο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θνησιγενής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, που πεθαίνει μόλις γεννηθεί, που γεννήθηκε σχεδόν νεκρός, θνησιγέννητος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… …   Dictionary of Greek

  • θνησιγένεια — Γέννηση νεκρού εμβρύου μετά τον έβδομο μήνα της εγκυμοσύνης. * * * η η αριθμητική σχέση μεταξύ τών θνησιγενών νεογνών και τού ολικού αριθμού τών γεννήσεων σε μια χώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θνησιγενής. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα… …   Dictionary of Greek

  • θνησιγέννητος — η, ο αυτός που γεννιέται νεκρός, θνησιγενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θνήσις + γέννητος (< γεννώ), πρβλ. α γέννητος αρτι γέννητος] …   Dictionary of Greek

  • θνησκόγεννο — το (Μ θνησκόγεννος, ον) το βρέφος που πεθαίνει κατά τη γέννηση, θνησιγενές, νεκρογέννητο μσν. νεκρογέννητος, θνησιγενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θνῄσκω + γέννα] …   Dictionary of Greek

  • νεκρογενής — ές αυτός που γεννήθηκε νεκρός, νεκρογέννητος, θνησιγενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + γενής (< γένος), πρβλ. θαλασσο γενής, μονο γενής. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”